-
1 невнимательный
невнимательный αφηρημένος' απρόσεχτος (небрежный)' αδιάφορος (равнодушный)* * *αφηρημένος; απρόσεχτος ( небрежный); αδιάφορος ( равнодушный) -
2 неосторожный
-
3 поспешный
поспешный 1) βιαστικός 2) (неосмотрительный ) απρόσεχτος* * *1) βιαστικός2) ( неосмотрительный) απρόσεχτος -
4 значить
-чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащийρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•
что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•
это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•
это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•
вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.
εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο). -
5 невидящий
επ.1. αόματος, τυφλός.2. αφηρεμένος, απρόσεχτος, αστόχαστος•невидящий взор ή взгляд απλανές βλέμμα.
-
6 невнимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. απράσεχτος•невнимательный ученик απρόσεχτος μαθητής.
2. πλαδαρός, απλανής, (απο)|χαυνωμένος• αμέριμνος•-ые глаза αποχαυνωμένα μάτια.
|| αδιάφορος, αμελής τσαπατσούλικος•-ая работа απρόσεχτη εργασία.
3. αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος•-ая хозяйка μη περιποιητική νοικοκυρά•
-ое обращение χλιαρή συμπεριφορά.
-
7 рассеянный
επ. από μτχ.1. σκόρπιος, διασκορπισμένος• διασπαρμένος.2. διάχυτος.3. απρόσεχτος• αφηρεμένος• ξεχασμένος.4. αμέριμνος• ξέγνοιαστος• τεμπέλικος• πλήρης διασκεδάσεων. -
8 растеряха
-и α. κ. θ. (απλ.) απρόσεχτος, ξεχασιάρης• που συνεχώς χάνει.
См. также в других словарях:
απρόσεχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσέχει, δε συγκεντρώνεται σε κάτι: Ήταν μαθητής απρόσεχτος, γι αυτό κι η επίδοσή του ήταν χαμηλή. 2. απερίσκεπτος, αστόχαστος: Είχε ενεργήσει απρόσεχτα, γι αυτό απότυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνταφλος — κ. άτζαφλος, η, ο 1. ο βιαστικός και απρόσεχτος 2. ο ξαφνικός 3. ο τυφλός … Dictionary of Greek
αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος … Dictionary of Greek
απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
αστόχαστος — η, ο (AM ἀστόχαστος, ον) νεοελλ. 1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. απρόσεχτος, αδέξιος 3. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος 2. ο απρόβλεπτος 3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… … Dictionary of Greek
αωρώ — ἀωρῶ ( έω) (Α) 1. είμαι απρόσεχτος 2. προσέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ώρα «προσοχή, φροντίδα» (σημ. 1) και < α επιτ. + ώρα] … Dictionary of Greek
αλάσπωτος — η, ο 1. αυτός που δε λασπώθηκε: Απρόσεχτος όπως ήταν ο μάστορης, δεν άφησε μέρος αλάσπωτο. 2. αυτός που δεν εξευτελίστηκε: Με όσα διέδιδε δεν άφηνε συντοπίτη του αλάσπωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστόχαστος — η, ο επίρρ. α ασύνετος, άκριτος, απρόσεχτος: Φάνηκε αστόχαστη και στην περίπτωση αυτή, όπως σ άλλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατιμονιά — η 1. λάθος χειρισμός του τιμονιού, στραβοτιμονιά: Με μια παρατιμονιά το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο. 2. μτφ., κακή, άστοχη ενέργεια, απρόσεχτος χειρισμός υπόθεσης: Πρόσεχε, γιατί μια παρατιμονιά στο εμπόριο πληρώνεται με καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)