Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) απρόσεχτος

См. также в других словарях:

  • απρόσεχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσέχει, δε συγκεντρώνεται σε κάτι: Ήταν μαθητής απρόσεχτος, γι αυτό κι η επίδοσή του ήταν χαμηλή. 2. απερίσκεπτος, αστόχαστος: Είχε ενεργήσει απρόσεχτα, γι αυτό απότυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνταφλος — κ. άτζαφλος, η, ο 1. ο βιαστικός και απρόσεχτος 2. ο ξαφνικός 3. ο τυφλός …   Dictionary of Greek

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • αστόχαστος — η, ο (AM ἀστόχαστος, ον) νεοελλ. 1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. απρόσεχτος, αδέξιος 3. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος 2. ο απρόβλεπτος 3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο …   Dictionary of Greek

  • ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… …   Dictionary of Greek

  • αωρώ — ἀωρῶ ( έω) (Α) 1. είμαι απρόσεχτος 2. προσέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ώρα «προσοχή, φροντίδα» (σημ. 1) και < α επιτ. + ώρα] …   Dictionary of Greek

  • αλάσπωτος — η, ο 1. αυτός που δε λασπώθηκε: Απρόσεχτος όπως ήταν ο μάστορης, δεν άφησε μέρος αλάσπωτο. 2. αυτός που δεν εξευτελίστηκε: Με όσα διέδιδε δεν άφηνε συντοπίτη του αλάσπωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστόχαστος — η, ο επίρρ. α ασύνετος, άκριτος, απρόσεχτος: Φάνηκε αστόχαστη και στην περίπτωση αυτή, όπως σ άλλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατιμονιά — η 1. λάθος χειρισμός του τιμονιού, στραβοτιμονιά: Με μια παρατιμονιά το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο. 2. μτφ., κακή, άστοχη ενέργεια, απρόσεχτος χειρισμός υπόθεσης: Πρόσεχε, γιατί μια παρατιμονιά στο εμπόριο πληρώνεται με καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»